- μεταθέμενος
- μετατίθημιplace amongaor part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Dionysius the Renegade — This article is about Dionysius the Stoic philosopher from Heraclea. For Dionysius the Tyrant of Heraclea, see Dionysius of Heraclea. Dionysius the Renegade (Greek: Διονύσιος ὁ Μεταθέμενος; c. 330 c. 250[1]), also known as Dionysius of Heraclea,… … Wikipedia
ДИОНИСИЙ ГЕРАКЛЕЙСКИЙ — ДИОНИСИЙ ГЕРАКЛЕЙСКИЙ (Διονύσιος ὁ Ἡρακλεώτης) (1 я пол. 3 в. до н. э.), стоик, ученик Зенона Китийского (в одно время с Аратом из Сол, ср. SVF I 424); прозван «Перебежчиком» (Μεταθεμένος) за то, что примкнул к киренаикам и объявил конечной… … Античная философия
Dionysios Metathemenos — (gr.: Διονύσιος ὁ Μεταθέμενος, Dionysios ho Metathemenos; u.a. auch Dionysios aus Heraklea genannt, * ca. 330 325; † ca. 250[1]) war ein Stoiker, der gegen Ende seines Lebens[2] zum Kyrenaiker oder Epikureer wurde. Er wurde als Sohn des… … Deutsch Wikipedia
Дионисий Гераклейский — В Википедии есть статьи о других людях с именем Дионисий. Дионисий Гераклейский Διονύσιος Дата рождения: ок. 330 г. до н.э. Дата смерти: ок. 250 г. до н.э. Направление: стоицизм Дионисий Гераклейский, также известен как Дионисий Ренегат ( … Википедия
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… … Dictionary of Greek
μεταθέτω — μετάθεσα και μετέθεσα, μετατέθηκα, μεταθεμένος 1. αλλάζω τη θέση κάποιου πράγματος: Μετάθεσε τα περισσότερα προϊόντα στο κατάστημα. 2. μετακινώ υπάλληλο ή στρατιωτικό από μια υπηρεσιακή θέση σε μια άλλη: Μετατέθηκε στα σύνορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)